ἁμματίῳ

ἁμματίῳ
ἁμμάτιον
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελλετικό(ν) — το το πεπρωμένο («αν έναι κι ήτονε ποτέ τούτο μελλετικό μου, καλλιά το να χα γεννηθεί δίχως τών αμματιώ μου», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μελλητικό(ν) (< μέλλω), ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. του επιθ. μελλητικός. Το ε αντί η πιθ. από επίδραση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”